μονόστηλος
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για πλοίο) αυτός που έχει έναν μόνο ιστό, ένα μόνο κατάρτι, μονοκάταρτος
2. (για έντυπο κείμενο) αυτός που έχει στοιχειοθετηθεί και τυπωθεί σε πλάτος μιας μόνο στήλης ενός εντύπου, που καταλαμβάνει μία μόνο στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στηλος (< στήλη). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στα πρακτικά του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών].