μόνοιασμα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
το
μονοιάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση.