εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
μυροκοπῶ, -έω (Μ)αλείφω με μύρα, με αρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνο-κοπώ, χειρο-κοπώ].