μυροκοπώ

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

μυροκοπῶ, -έω (Μ)
αλείφω με μύρα, με αρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνοκοπώ, χειροκοπώ].