τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
μυροκοπῶ, -έω (Μ)αλείφω με μύρα, με αρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνοκοπώ, χειροκοπώ].