μυλιστικός

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242

Greek Monolingual

-ή, -ό
εφοδιασμένος με μυλόπετρα ή αυτός που δουλεύει με μυλόπετρα («μυλιστικές μηχανές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + κατάλ. -ιστικός μέσω αμάρτυρων μυλίζω - μυλιστός].