νεκρεγερσία

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, Todtenerweckung, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρεγερσία: ἡ, ἀντὶ νεκρῶν ἔγερσις Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 332, 21· ὡσαύτως (ἧττον ὀρθῶς), νεκρέγερσις, Γρ. Ναζ. τ. 2, 258· ― νεκρεγέρτης, ὁ, ὁ τοὺς νεκροὺς ἐγείρων, αὐτόθι.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νεκρεγερσία) νεκρεγέρτης
η νεκρανάσταση.