νεκρεγερσία
German (Pape)
[Seite 237] ἡ, Todtenerweckung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρεγερσία: ἡ, ἀντὶ νεκρῶν ἔγερσις Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 332, 21· ὡσαύτως (ἧττον ὀρθῶς), νεκρέγερσις, Γρ. Ναζ. τ. 2, 258· ― νεκρεγέρτης, ὁ, ὁ τοὺς νεκροὺς ἐγείρων, αὐτόθι.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νεκρεγερσία) νεκρεγέρτης
η νεκρανάσταση.