νεκρανάσταση

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η (Μ νεκρανάστασις)
1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση
2. η Δευτέρα Παρουσία
νεοελλ.
1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση
2. αναγέννηση, αναζωογόνηση, άνοιξη («να ιδείς τη νεκρανάσταση, να ζεσταθεί η καρδιά σου», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀνάστασις.