νεκρανάσταση
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
η (Μ νεκρανάστασις)
1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση
2. η Δευτέρα Παρουσία
νεοελλ.
1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση
2. αναγέννηση, αναζωογόνηση, άνοιξη («να ιδείς τη νεκρανάσταση, να ζεσταθεί η καρδιά σου», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀνάστασις.