ναυτεργάτης

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται πάνω σε εμπορικό πλοίο, χωρίς όμως να είναι ναυτολογημένο μέλος του πληρώματος
2. καθένας που προσφέρει ναυτική εργασία, ναυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + εργάτης].