ξυλουργείο
From LSJ
Greek Monolingual
το
εργαστήριο κατεργασίας του ξύλου, μαραγκούδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς].
το
εργαστήριο κατεργασίας του ξύλου, μαραγκούδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς].