ξαναφαίνομαι
From LSJ
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
Greek Monolingual
(Μ ξαναφαίνομαι και ξαναφαίνω)
φαίνομαι ξανά, επανεμφανίζομαι
μσν.
παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι.
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
(Μ ξαναφαίνομαι και ξαναφαίνω)
φαίνομαι ξανά, επανεμφανίζομαι
μσν.
παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι.