ξαναφαίνομαι

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ξαναφαίνομαι και ξαναφαίνω)
φαίνομαι ξανά, επανεμφανίζομαι
μσν.
παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι.