ξαναγίνομαι

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε»)
2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι
3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.)
4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι, μόνον εσέ, Ρωτόκριτε», Ερωτόκρ.)
5. επιστρέφω στην προηγούμενη κατάσταση μου
6. (για τον ήλιο) εμφανίζομαι
7. αναγεννώμαι, αναπλάσσομαι
8. γίνομαι εκτός εαυτού.