μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
νερούτσικον, τὸ (Μ)(υποκορ. του νερό) νεράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + υποκορ. κατάλ. -ούτσικον, ουδ. της κατάλ. -ούτσικος].