ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
νερούτσικον, τὸ (Μ)(υποκορ. του νερό) νεράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + υποκορ. κατάλ. -ούτσικον, ουδ. της κατάλ. -ούτσικος].