νυχτοπλάνος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

ο
αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτο-πλάνος.