νυχτοπλάνος
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
ο
αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτο-πλάνος.