ξηρολουτρῶ, -έω (Α)(κατά τον Ησύχ.) κάνω λουτρό σε θερμή άμμο, κάνω αμμόλουτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουτρῶ (< λουτρόν), πρβλ. θερμο-λουτρώ].