ξηρολουτρώ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

ξηρολουτρῶ, -έω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κάνω λουτρό σε θερμή άμμο, κάνω αμμόλουτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουτρῶ (< λουτρόν), πρβλ. θερμολουτρώ].