μουρμούρης
From LSJ
ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
Greek Monolingual
-α, ικο μουρμούρα
(ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά
β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης.