Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
και μούδε
(σύνδ.) μηδέ («κιανένα για τη ζγουραφιά, μουδέ για τα γραμμένα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μούδε και μουδέ έχουν προέλθει με συμφυρμό από τα μηδέ + οὐδέ.