μουδέ

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

και μούδε
(σύνδ.) μηδέ («κιανένα για τη ζγουραφιά, μουδέ για τα γραμμένα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μούδε και μουδέ έχουν προέλθει με συμφυρμό από τα μηδέ + οὐδέ.