ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
και νεροποντιά, η1. αιφνίδια και ραγδαία βροχή2. ορμητική ροή βρόχινων νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + ποντίζω.