μπόσικος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
-η, -ο, θήλ. και -ια
1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος
2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο»)
3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός
4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές»)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπόσικα
τα μαλακά μέρη της κοιλιάς, οι λαπάρες, τα λαγαρά
6. φρ. «κρατάω τα μπόσικα» — έχω συμπεριφορά ανεκτική, ανέχομαι, δεν τραβώ το σχοινί.
επίρρ...
μπόσικα
χαλαρά, σαθρά, όχι στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bos + κατάλ. -ικος].