επισφαλής

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπισφαλής)
1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση της κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.)
2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος
αρχ.
1. αυτός που ενέχει κινδύνους, ο επικίνδυνος («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῖ νοσήματι», Ιπποκρ.)
2. αυτός που δεν είναι εξασφαλισμένος από επίθεση
3. (για τόπο) ο μειονεκτικός από άποψη ασφάλειας, αυτός που η θέση του είναι επικίνδυνη
4. «ἐπισφαλής εἰμι εἴς τι» — υπόκειμαι σε κάτι, κυρίως για κακό.
επίρρ...
επισφαλώς
με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σφαλής από θ. σφαλ- (έ-σφαλ-ον < σφάλλω)
πρβλ. α-σφαλής δομο-σφαλής].