ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
μυλιαῑος, -αία, -ον (Α)
φρ. α) «μυλιαῑος λίθος» — μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
β) «μυλιαῑοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη, + κατάλ. -ιαῑος (πρβλ. γναθ-ιαίος)].