μυλάσασθαι

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.

Greek Monolingual

μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].