μυελοκύτταρο
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Greek Monolingual
το
ανατ. κύτταρο της κοκκιοκυτταρικής σειράς του μυελού τών οστών, του οποίου το κυτταρόπλασμα περιέχει χρωμόφιλα κοκκία και το οποίο αποτελεί άωρη προβαθμίδα τών ουδετερόφιλων, ηωσινόφιλων και βασεόφιλων κοκκιοκυττάρων του περιφερειακού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelocyte (< μυελός + κύτταρο)].