ὀλιγανθρωπία
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀλιγανδρία, Th.1.11, X.Mem.2.7.2, etc. : pl., Pl.Lg.780b.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, = ὀλιγανδρία; Thuc. 3, 93; Plat. Legg. VI, 780 b im plur.; Xen. Mem. 2, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανθρωπία: ἡ, ὀλιγότης ἀνθρώπων, Θουκ. 1. 11, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, κτλ.· πληθ., Πλάτ. Νόμ. 780Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ὀλιγανδρία.
Étymologie: ὀλιγάνθρωπος.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανθρωπία) ολιγάνθρωπος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.).