οξύβαφον

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.