μυρτοειδής

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-ές
1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό της μυρσίνης
2. φρ. «μυρτοειδής μυς»
ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα του ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής].