μυρτοειδής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-ές
1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό της μυρσίνης
2. φρ. «μυρτοειδής μυς»
ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα του ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής].