μυκήλιο

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το
βοτ. το σύνολο τών υφών του μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycēlium (< μύκης «μύκητας» + ἧλος «καρφί»). Η λ. μαρτυρείται, στον λόγιο τ. μυκήλιον, από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].