Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
1. τοποθετώ νάρκες
2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -θετώ (< -θέτης) πρβλ. ιστο-θετώ, νομο-θετώ].