ναρκοθετώ
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
1. τοποθετώ νάρκες
2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -θετώ (< -θέτης) πρβλ. ιστοθετώ, νομοθετώ].