ναρκαλιευτικός
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
-ή, -ό ναρκαλιεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία
2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό
ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας.