ναρκαλιευτικός

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

-ή, -ό ναρκαλιεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία
2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό
ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας.