νέμειος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

νέμειος, -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) Νεμέα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή της Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος
προσωνυμία του Διός
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Νέμειον
ο ναός του Νεμείου Διός στη Λοκρίδα.