εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
νέφωμα: τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.
το (Μ νέφωμα) νεφούμαισυννέφιασμα.