νήριστος
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
German (Pape)
[Seite 254] (νη – ἐριστός), unbestritten, Gramm.
Greek Monolingual
νήριστος, -ον (Α)
αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ-ήριστος, επ-ήριστος].