τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Full diacritics: νηρίται | Medium diacritics: νηρίται | Low diacritics: νηρίται | Capitals: ΝΗΡΙΤΑΙ |
Transliteration A: nērítai | Transliteration B: nēritai | Transliteration C: niritai | Beta Code: nhri/tai |
μεγάλοι, Hsch. νηρίτης,
A v. νηρείτης.
νηρίται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με νήριτος και έχει διορθωθεί σε νήριται].