νεφοσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

το
(μετεωρ.) μετεωρολογικό όργανο το οποίο χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της υψομετρικής βάσης τών νεφώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephoscope (< νέφος + -σκόπιο < -σκόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].