νοικοκύρεμα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
και νοικοκύρευμα, το νοικοκυρεύω
ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα.