νοικοκυρεύω

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

νοικοκύρης
1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τον αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί»)
2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης
3. μέσ. νοικοκυρεύομαι
γίνομαι συνετός στη διαχείριση τών οικονομικών και αποφεύγω να κάνω σπατάλες.