νοικοκύρεμα
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
και νοικοκύρευμα, το νοικοκυρεύω
ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα.