ντήζελ

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

η, και ντήζελ, το
άκλ.
1. μηχανή εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το βαρύ πετρέλαιο, ντηζελοκινητήρας
2. (το ουδ.) (κατ' επέκτ.) το βαρύ πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. diesel < R. Diesel, όν. Γερμανού μηχανικού και εφευρέτη].