ντήζελ

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η, και ντήζελ, το
άκλ.
1. μηχανή εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το βαρύ πετρέλαιο, ντηζελοκινητήρας
2. (το ουδ.) (κατ' επέκτ.) το βαρύ πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. diesel < R. Diesel, όν. Γερμανού μηχανικού και εφευρέτη].