οστεόλιπος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
το
χημ. λιπαρή μάζα που λαμβάνεται από οστά με βρασμό, εκχύλιση ή κατεργασία με υδρατμούς υπό πίεση.