οστεόλιπος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

το
χημ. λιπαρή μάζα που λαμβάνεται από οστά με βρασμό, εκχύλιση ή κατεργασία με υδρατμούς υπό πίεση.