πλαισιώνω

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

πλαισιῶ, -όω, ΝΑ πλαίσιον
περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο
νεοελλ.
μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη»)
β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την πλατεία»).