περιτοίχιση
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
η, Ν
η περίφραξη με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτοιχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτοίχισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].