πελαγιανός

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

-ή, -ό Πελάγιος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία»)
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοί
οι οπαδοί του Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα του πελαγιανισμού.