παραδόπιστος
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + -πιστος (< πίστη)].