πορφυρόθεν
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Α
επίρρ. με προέλευση από πορφύρα, από αυτοκρατορική γενιά και περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. βρεφό-θεν)].