ποταπότητα

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ποταπού, ευτέλεια, μηδαμινότητα, προστυχιάποταπότητα συμπεριφοράς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταπός. Η λ., στον λόγιο τ. ποταπότης, μαρτυρείται από το 1825 στο Γραικογαλλικόν Λεξικόν του F. D. Deheque].